Wednesday, July 30, 2014

θρήνος στη Γάζα, θρήνος παντού...


Αγαπητοί φίλοι,
Η χθεσινή νύχτα ήταν ακραία. Η «χερσαία εισβολή» στη Γάζα είχε
αποτέλεσμα δεκάδες θύματα και αυτοκίνητα γεμάτα με ακρωτηριασμένους,

σπαρασσόμενους, αιμορραγούντες, με ρίγη, ετοιμοθάνατους – κάθε
είδους τραυματισμένους Παλαιστινίους, όλων των ηλικιών, όλοι άμαχοι,
όλοι αθώοι.
Οι ήρωες στα ασθενοφόρα και σε όλα τα νοσοκομεία της Γάζας εργάζονται
12-24ωρες βάρδιες, χλωμοί από την κούραση και τον απάνθρωπο φόρτο
εργασίας (χωρίς πληρωμή όλων στη Shifa τους τελευταίους 4 μήνες),
νοιάζονται, συζητούν, προσπαθούν να κατανοήσουν το ακατάληπτο χάος των
πτωμάτων, των μεγεθών, των άκρων, όσων περπατούν, όσων δεν περπατούν,
όσων αναπνέουν, όσων δεν αναπνέουν, όσων αιμορραγούν, όσων δεν
αιμορραγούν, ανθρώπων. ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τώρα, για μία ακόμη φορά αντιμετωπίζονται σαν ζώα από «τον πιο ηθικό
στρατό στον κόσμο» (sic!).
Ο σεβασμός μου για τους τραυματίες είναι απέραντος, στη συγκρατημένη
αποφασιστικότητά τους μέσα στον πόνο, την αγωνία και το σοκ, ο
θαυμασμός μου για το προσωπικό και τους εθελοντές είναι ατέρμονος, η
εγγύτητά μου στο παλαιστινιακό “sumud” μου δίνει δύναμη, αν και είναι
στιγμές που θέλω απλώς να ουρλιάξω, να κρατήσω κάποιον σφιχτά, να
κλάψω, να μυρίσω το δέρμα και τα μαλλιά του ζεστού παιδιού, που είναι
καλυμμένο με αίμα, να προστατευτούμε μέσα σε μια αιώνια αγκαλιά – αλλά
δεν έχουμε τέτοια πολυτέλεια, ούτε εκείνοι έχουν.

Σταχτιά πρόσωπα – Ω ΟΧΙ! όχι ένα ακόμη φορτίο με δεκάδες
ακρωτηριασμένους και αιμορραγούντες, έχουμε ακόμη λίμνες αίματος στο
πάτωμα της Εντατικής, σωρούς από ποτισμένες στο αίμα γάζες που στάζουν να
καθαρίσουμε –ω- οι καθαριστές/στριες, παντού, γρήγορα φτυαρίζουν το
αίμα και τους ιστούς που απορρίπτονται, τα μαλλιά, τα ρούχα, τους
ορούς –τα απομεινάρια του θανάτου- όλα απομακρύνονται… για να
προετοιμαστούν ξανά, για να επαναληφθούν πάλι από την αρχή. Πάνω από
100 περιστατικά εισήλθαν στη Shifa τις τελευταίες 24 ώρες. Αρκετά για
ένα μεγάλο καλά εξοπλισμένο με τα πάντα νοσοκομείο, αλλά εδώ – σχεδόν
τίποτα: ηλεκτρικό, νερό, αναλώσιμα, φάρμακα, πίνακες πορείας ασθενών,
όργανα, οθόνες – όλα σκουριασμένα και σαν να προήλθαν από μουσεία
νοσοκομείων του χθες. Αλλά δεν παραπονιούνται, αυτοί οι ήρωες.
Συνεχίζουν, όπως οι μαχητές, προχωρούν, με ασύληπτη αποφασιστικότητα.

Και καθώς σας γράφω αυτά τα λόγια, μόνος, σ’ ένα κρεβάτι, τα δάκρυά
μου κυλούν, τα ζεστά αλλά άχρηστα δάκρυα της οδύνης και της θλίψης,
της οργής και του φόβου. Δεν συμβαίνει αυτό!
Και μετά, τώρα μόλις, η ορχήστρα της ισραηλινής πολεμικής μηχανής
ξεκινά ξανά τη μακάβρια συμφωνία της, τώρα δα: ριπές πυροβολικού από
τα πλοία του ναυτικού ακριβώς κάτω στις ακτές, η βοή των F16, των
αποκρουστικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών (αραβικά «Zennanis», αυτά που μουρμουρίζουν), και σωρηδόν τα Απάτσι. Τόσα πολλά κατασκευασμένα και
πληρωμένα στις και από τις ΗΠΑ.
Κύριε Ομπάμα – έχετε καρδιά;
Σας προσκαλώ – περάστε μια νύχτα – μια μόνο νύχτα – μαζί μας στη Σίφα.
Ίσως μεταμφιεσμένος σαν καθαριστής. Είμαι 100% σίγουρος, ότι θα άλλαζε
η Ιστορία.
Κανένας άνθρωπος με καρδιά ΚΑΙ ισχύ δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει
μια νύχτα στη Σίφα χωρίς να φύγει αποφασισμένος να τερματίσει τη σφαγή
του Παλαιστινιακού λαού.
Αλλά οι άκαρδοι και οι ανηλεείς έχουν κάνει τους υπολογισμούς τους και
έχουν προγραμματίσει μία ακόμη “dahyia” σφαγή στη Γάζα.
Τα ποτάμια του αίματος θα συνεχίσουν να ρέουν την υπόλοιπη νύχτα.
Μπορώ να τους ακούω που έχουν κουρδίσει τα όργανα του θανάτου.
Παρακαλώ. Κάντε ό,τι μπορείτε. Αυτό, ΑΥΤΟ δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Μαντς,

Γάζα, Κατεχόμενη Παλαιστίνη

Monday, July 28, 2014

Captain Nikos Zois


In memory of
Captain Nikos Zois
It was with great sadness that we were informed
that Captain Nikos is no longer with us. With his
sudden passing, Captain Nikos leaves his family
without their loved one and HELMEPA without
its cherished associate who had become a dear
friend.
Captain Nikos believed in the importance of a proper
seafarer for the safe operation of a vessel and in the
value of the voluntary refresher training efforts of
HELMEPA, to which he contributed his knowledge
with a keen fondness. As one of the lecturers in the
Association’s seminars, each year he secured the
highest scores in participant evaluations from his
audience of colleagues.
His love for the ocean, his passion for seamanship
and the courage of his convictions, distinguished him
as an experienced merchant marine offi cer.
All in the Hellenic Marine Environment Protection
Association-HELMEPA express to his family,
his friends and colleagues our most sincere
sympathies, adding that he will be sorely
missed.
It was too soon for Captain Nikos to leave this life.
Dimitris C. Mitsatsos
Στη μνήμη του
Καπετάν Νίκου Ζώη
Mε μεγάλη μας λύπη πληροφορηθήκαμε πως ο
Καπετάν Νίκος δεν είναι πια κοντά μας. Φεύγοντας
ξαφνικά από τη ζωή, ο Καπετάν Νίκος στέρησε την
οικογένεια του από τον αγαπημένο τους άνθρωπο και
τη HELMEPA από έναν αξιαγάπητο συνεργάτη που
έγινε καλός μας φίλος.
Ο Καπετάν Νίκος, πίστευε στη σημασία του σωστού
ναυτικού για την ασφαλή λειτουργία του πλοίου και
στην αξία του εθελοντικού ενημερωτικού έργου της
HELMEPA, στο οποίο με αγάπη προσέφερε τις γνώσεις
του. Σαν εισηγητής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων
της, κέρδιζε κάθε χρόνο την πιο καλή αξιολόγηση από
τους ακροατές συναδέλφους του.
Η αγάπη του για τη θάλασσα, το πάθος του για την αξία
της ναυτοσύνης και το θάρρος με το οποίο υποστήριζε
τις θέσεις του, τον διέκριναν σαν έναν έμπειρο
αξιωματικό του Εμπορικού Ναυτικού.
Όλοι στην Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλασσίου
Περιβάλλοντος-HELMEPA, εκφράζουμε στην
οικογένεια του, τους φίλους και συνεργάτες του τα
θερμά μας συλλυπητήρια, προσθέτοντας πως θα μας
λείψει πολύ.
Ήταν πολύ νωρίς για να φύγει από τη ζωή ο Καπετάν
Νίκος Ζώης.
Δημήτρης Κ. Μητσάτσος
 http://www.helmepa.gr/gr/home.php

Wednesday, July 9, 2014

ξαφνικά , σε μια στιγμή....

Σάββατο 28/06/2014 το απoγευματάκι....
  σ'αγαπάω γλυκέ μου  πατέρα μου
http://www.kathimerini.gr/774261/opinion/epikairothta/politikh/otan-o-floisvos-sastise


Χριστίνα Κοψίνη ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΨΙΝΗ

Οταν ο φλοίσβος σάστισε

ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο καπετάν Νίκος ταξίδεψε πολύ και χάρηκε λίγο την οικογένειά του, όπως αρκετοί Ελληνες ναυτικοί. Επιβίωσε σε δύσκολες θάλασσες και με δύσκολους καιρούς, αλλά την τελευταία του πνοή την άφησε ξαφνικά, σε ένα ήρεμο λιμανάκι.

Αίγινα, το περασμένο Σάββατο. Η τελευταία κουβέντα που αντέτεινε, όταν οι γιατροί του Κέντρου Υγείας είπαν στη σύζυγό του πως «πρέπει να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο του Πειραιά», ήταν «πάρε τηλέφωνο τον καρδιολόγο». Ως καπετάνιος, και μέχρι τα τελευταία του ένας από τους καλύτερους εκπαιδευτές πληρωμάτων, ήξερε όλα τα συμπτώματα και την εξέλιξη που μπορεί να έχει ένα καρδιακό περιστατικό. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή που ένιωσε τον σφάχτη στην πλάτη κι αργότερα στο στέρνο, καθοδηγούσε μέχρι τα τελευταία λεπτά την Ελένη και έναν γείτονα που τον έφερε με το αυτοκίνητό του στο ιατρείο. Κι όταν άκουσε τους γιατρούς να προτείνουν μεταφορά, ήξερε, δυστυχώς, ότι δεν έφτανε ο χρόνος.

Και δεν πρόλαβε. Η ανακοπή μέσα σε ελάχιστο χρόνο από την πρώτη εξέταση τα πήρε όλα. Και η ζωή, η ζωή της, η ζωή των παιδιών, άλλαξε μέσα σε μια στιγμή μετατρέποντας εκείνο το πάντα φιλόξενο σπίτι στον κόλπο Πόρτες της Αίγινας σε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας και τη φωνή της γυναίκας σε σπαραγμό που ακόμη και ο φλοίσβος έδειξε να σέβεται, χαμηλώνοντας, εκείνο το ατέλειωτο βράδυ, τον ελαφρύ ήχο από τα κύματα που έφταναν σχεδόν μέχρι τη μάντρα του σπιτιού. Ηταν ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι. Αλλά ο ναυτικός δεν χρειαζόταν πια να είναι στο τιμόνι.

Ναι, αυτή είναι η ζωή. Συμφωνούμε. Αλλά στα νησιά του Αργοσαρωνικού, όπου το καλοκαίρι μετακινούνται σχεδόν ολόκληρες πόλεις, διαπιστώνεται με τραγικό τρόπο πως η απουσία καρδιολόγου από τα περίφημα Κέντρα Υγείας μετατρέπει την ίδια τη ζωή σε απαξία. Βεβαίως, κανείς δεν γνωρίζει εάν το ίδιο καρδιακό επεισόδιο θα μπορούσε να μην έχει την ίδια μοιραία κατάληξη εάν ο ασθενής ήταν στο Ιπποκράτειο ή στο Ωνάσειο. Ούτε γιατροί είμαστε. Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ότι κάθε ατομική ιστορία φέρνει στην επιφάνεια τα συν και τα πλην ενός συστήματος υγείας που, όπως καταγγέλλουν και οι επιστημονικοί φορείς των γιατρών, ακόμη και με την τελευταία μεταρρύθμιση στα ΠΕΔΥ, έβαλαν το κάρο μπροστά από το άλογο.

Οι προσλήψεις και οι καταγγελίες των συμβάσεων και σ’ αυτήν τη δεύτερη Ελλάδα που αναδύεται μέσα από τα νησιά μας το καλοκαίρι (μόνο η Αίγινα γεμίζει με πάνω από 70.000 κατοίκους) δεν γίνονται με κριτήριο «τις ειδικότητες που χρειάζεται ο πληθυσμός». Οταν η ίδια η στατιστική σού δείχνει πως ο πληθυσμός μεγαλώνει και οι στατιστικές πιθανότητες καρδιακών κρουσμάτων είναι αυξημένες, δεν μπορείς να αφήνεις την ίδια δομή και την ίδια υποτυπώδη στελέχωση στα Κέντρα Υγείας, χωρίς καρδιολόγο. Κι αυτή ακριβώς η απουσία της ειδικής πρόληψης είναι που κάνει αυτή τη δραματική ιστορία του Νίκου Ζώη τόσο σημαντική για τη ζωή όλων.
http://aeginalight.gr/article.php?id=55816#.U71dFUDQuSs




Πόσοι λυπήθηκαν, στεναχωρέθηκαν, στο νησί για τον πρόωρο θάνατο του Νίκου Ζώη - είτε τον ήξεραν λίγο, είτε πολύ - φάνηκε τις δυο μέρες που έχουν μεσολαβήσει από την ξαφνική απώλεια.
Από παντού ακούς, "Μα τι υπέροχος άνθρωπος", "Τι καλή ψυχή", "Τόσο θετικός, τόσο ενεργητικός", "Άρχοντας ο καπετάνιος", "Δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί." Ένας, στην ερώτηση: "Τι γίνεται; Τι νέα;" απάντησε, "Το μόνο τραγικό είναι αυτό με το Νίκο". Σα να είχαν πάει παραπέρα οι κραυγές, οι φωνές, οι δημόσιες αντιπαραθέσεις ή τα προσωπικά του καθένα μας. Και προφανώς τα ίδια θα ακούγονται οπουδήποτε αλλού έδωσε δείγματα γραφής σαν αγωνιστής-δημοκράτης.
Από τα ποντοπόρα καράβια που κυβέρνησε, μέχρι στις πλατείες και τους δρόμους της Αθήνας όταν συμμετείχε στο κίνημα των Αγανακτισμένων. Ούτε παράλλαζε το μέγεθός του, έστω ένα ουζάκι να έπινε στα καφενεία κάτω από το Δημαρχείο, ή όταν τον έβρισκες προεκλογικά να κατοικοεδρεύει στο εκλογικό κέντρο της δημοτικής παράταξης Αίγινα Κοινωνία Πολιτών.
Ήταν και που ήξερε να χαίρεται και να γελάει, να δίνει τις μάχες του με αγάπη για τη ζωή, να είναι ανθρώπινος κι ευαίσθητος την κάθε στιγμή του.
Τι παρανόηση να κάνεις εκεί; Πώς να μην καταλάβεις; 
Κηδεύτηκε χτες.
Η Ελένη - σαράντα χρόνια γυναίκα του, ίδια ποιότητα, πώς αλλιώς; - τα παιδιά του, τα εγγόνια του, αλλά κι οι φίλοι, οι συναγωνιστές, οι απλοί γνωστοί, θα μετρηθούν με το κενό μιας αναντικατάστατης απουσίας.
Ή με την αύρα, το ζωογόνο φρέσκο αεράκι, μιας οιονεί άυλης παρουσίας.
Σαν τα όνειρα που έτρεφε, και βαθειά μέσα μας τρέφουμε κι εμείς.

Υ.Γ
. η φωτογραφία έφτασε στα χέρια μας με μια αφιέρωση από κάτω:
                         Ήθελα φίλοι μου έτσι να θυμόμαστε το Νίκο  



Βικτώρια Τράπαλη

http://kibi-blog.blogspot.gr/2014/07/blog-post.html

Ένας απλός θάνατος

(5/7/2014)


Σαν να τους ακούω κιόλας να μουρμουρίζουν, να σχολιάζουν χαμηλόφωνα, να σφίγγουν τα χείλη με συγκατάβαση τους φίλους, τους συγγενείς, τους συναδέλφους κι όσους περνούν απ’ αυτήν εδώ τη γωνιά – όλο και αραιότερα τελευταία-. Ο τίτλος και μόνο τους νομιμοποιεί να πουν: «Α, πάει, ο Κίμπι έχει πέσει σε βαριά (ή βαθιά;) κατάθλιψη. Η ανεργία τον έχει ρίξει επικίνδυνα». Φέρτε τα ζάναξ, πλακώστε τον στα λαντόζ , κάντε και μια μήνυση στην τρόικα και στην κυβέρνηση που ρίχνουν τον κόσμο στα χάπια κι εξαφάνισαν το χιούμορ, έστω και το μακάβριο.
Δεν είναι όπως φαίνεται. Μπορεί να μού είναι δύσκολο έως αδύνατο να δω αυτή την περίοδο τη «φωτεινή πλευρά της ζωής», αλλά ακόμη κι ένας θάνατος μπορεί με έναν τρόπο να ρίξει κι άλλο φως σ’ αυτή την ήδη «φωτεινή πλευρά». Θα μου πείτε: τι σημασία έχει ένας ακόμη θάνατος ανάμεσα στους χιλιάδες που επέρχονται το κάθε λεπτό και δευτερόλεπτο, όλοι τους αδόκητοι, απρόσκλητοι, αιφνίδιοι ή βασανιστικοί, ήρεμοι ή τραγικοί, πρόωροι ή στο πλήρωμα του χρόνου, απίστευτοι ή φυσικοί; Ο θάνατος υπάρχει σε τόση αφθονία, άνισα κατανεμημένη κι αυτή, που περνά σχεδόν απαρατήρητος μέχρι να χτυπήσει την πόρτα, τη δική σου, του σπιτιού σου, του διπλανού σου.

                            ****
Βρέθηκα σε κάμποσες κηδείες τον τελευταίο καιρό, δεν ξέρω αν επιβεβαιώνουν τη στατιστική επιδείνωση στο ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων, σίγουρα όμως το γεγονός προδίδει πως η γενιά μου, οι μεσήλικες εκδρομείς του ’60, έχουμε μπει στον φυσιολογικό κύκλο του θανάτου. Ξεπροβοδίσαμε ήδη τη γενιά των γονιών μας, υφιστάμεθα και μια αραίωση μεταξύ μας μάλλον αναμενόμενη στατιστικά, σπανιότερα κλέβουμε τη σειρά κι από μερικούς νεότερους, έως και πολύ νεότερους, που η αιφνίδια φυγή τους προκαλεί σοκ (o Ν. Ρ., συνάδελφος, έφυγε πάνω στον ανθό του, ο Λ. Μ., φίλος, έχασε το γιό του, αυτό κι αν ήταν απίστευτο, ασήκωτο, ανείπωτο, αφύσικο…)

Το τελευταίο ξόδι που έγινα σιωπηλός του μάρτυρας ήταν του Νίκου Ζ. Φίλος, δεν έχει σημασία «πόσο φίλος», είχε πολλούς πιο φίλους από μένα, είδα μια μεγάλη, παχιά, όμορφη σκιά αγάπης από πολλούς φίλους και οικείους να κόβει τον καυτό, σκληρό ήλιο του αιφνίδιου θανάτου του, στην Αίγινα, σε ένα λευκό σπίτι πάνω από τη θάλασσα, εκεί που διάλεξε ν’ απλώσει τις τελευταίες του ρίζες. Ο Νίκος ήταν ναυτικός, κοντά σαράντα χρόνια περιπλανήθηκε στις θάλασσες του κόσμου, μεταφέροντας τον πλούτο των εθνών από τη μια ακτή στην άλλη, από τον ένα ωκεανό στον άλλο. Κυβερνούσε αυτά τα τεράστια φορτηγά με το υγρό ή ξηρό φορτίο τους, ή με κείνα τα γεωμετρικά στοιβαγμένα κοντέινερς, εκατοντάδες, χιλιάδες πια, που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι πώς ισορροπούν στις φουρτούνες. Υποθέτω ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε περιστοιχισμένος από θάλασσα, πρέπει να την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αλλιώς δεν αντέχεται, γίνεται φυλακή, κι ίσως γι’ αυτό είχε εγκαίρως διαλέξει το χώρο που θα ρίζωνε, όταν θα ’ρχόταν ο χρόνος να ριζώσει, ένα νησί, μια γη περικυκλωμένη από θάλασσα.

                                                ****
Έγινε στην Αίγινα. Πάνω που είχε αρχίσει να απολαμβάνει τη ζωή σαν καπετάνιος της στεριάς, κυβερνήτης της οικογενειακής, μικρής κιβωτού, με τις κόρες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια, τους παλιούς και τους καινούργιους φίλους του, το νήμα κόπηκε. Σε μια ώρα το πολύ, με ένα έμφραγμα που επέπρωτο να το διαχειριστεί ένα κέντρο υγείας, σε ένα νησί μια ανάσα από την Αθήνα των δεκάδων νοσοκομείων, αλλά που ήταν το ίδιο σαν να βρισκόταν στο μέσο του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού. Μένουν οι ζωντανοί οικείοι με την απορία: «τι θα γινόταν, αν…». Η απορία εξελίσσεται σε βασανιστική ενοχή, αλλά αν είναι να ’χουν οι πενθούντες ενοχές, τότε οι άλλοι, οι νεκροθάφτες του συστήματος υγείας, θα έπρεπε να ’χαν προ πολλού αυτοκτονήσει.

Το «σύστημα» λύνει τα πράγματα με διαδικασίες συνοπτικές. Ο γιατρός γράφει στο πιστοποιητικό μια «αιτία θανάτου», που στην πραγματικότητα δεν είναι αιτία, αλλά αιτιατό, ο ληξίαρχος περνάει το συμβάν στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου, με την ψυχρότητα ενός πίνακα αεροδρομίου που αναγγέλλει αφίξεις και αναχωρήσεις, κι οι άνθρωποι που έμειναν ξαφνικά με άδεια αγκαλιά ανεβαίνουν στο όχημα του θρήνου.

                           *****
«Αχ, γράψε κάτι ωραίο», μού είπε η Ελένη, η γυναίκα του Νίκου, στο μέσο του θρήνου της, όταν ο ένας μετά τον άλλο αρχίσαμε να αποχωρούμε από το οικόπεδο της θλίψης. Τι ωραίο να γράψεις για το πιο άσχημο της ζωής; Κατάπια την αμηχανία μου, συναίνεσα, τον λόγο μου τον τηρώ, ας είναι αυτό το μικρό πιάτο λέξεων η συμμετοχή μου στην «παρηγοριά» των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων, που ήρθαν στο άσπρο σπίτι πάνω από τη θάλασσα, άλλος με το καλοψημένο ψητό, άλλος με τους ωραίους γίγαντες, άλλη με τα πλυμένα πιάτα και ποτήρια, άλλη με τα τραγούδια. Ένας πλήρης αποχαιρετισμός γίνεται με όλες τις αισθήσεις.

                            *****
Απ’ όλες τις αισθήσεις, σ’ ένα ξόδι η πιο ευαίσθητη είναι η ακοή. Είτε συλλαμβάνει τη σιωπή, είτε τους λυγμούς, είτε τον θρήνο. Ο θρήνος της Ελένης ήταν ένα σοκ, εφάμιλλο με το σοκ του θανάτου του Νίκου, ίσως και ισχυρότερο. Τρεις ώρες, δέκα ώρες, είκοσι, σαράντα, πενήντα ώρες, ένας άγρυπνος θρήνος, απόλυτα εκτεθειμένος, τη μέρα βραχνός σαν το άγριο κύμα, τη νύχτα ήρεμος σαν τον φλοίσβο της θάλασσας. Αλλά αδιάκοπος. «Γιατί, ρε Νίκο, γιατί τώρα, γιατί Χριστέ μου, γιατί Θεέ μου, τι σκατά λέω, ποιος Χριστός και ποια Παναγία… Νίκο μου, χρυσέ μου Νίκο, καλέ μου Νίκο, γλυκέ μου Νίκο… Πού πήγες Νίκο, μια ζωή έφευγες Νίκο, αλλά ήξερα ότι θα γυρίσεις, πού πήγες τώρα, κανέναν άλλο δεν θέλω, τον Νίκο μου μόνο, όλα τα μοιραζόμασταν με το Νίκο…» Θρήνος ή ερωτική εξομολόγηση; «Το να ερωτεύεσαι είναι εύκολο, το να αγαπάς είναι το δύσκολο», είπε η Δώρα στον δικό της αποχαιρετισμό. Σαρανταέξι χρόνια μαζί και ταυτόχρονα χώρια, ο Νίκος καπετάνιος της θάλασσας, η Ελένη ναυτικός της στεριάς, καπετάνισσα της Ιουλιανού, της Αχαρνών, της Πατησίων, της πλατείας Βικτωρίας, καραβοκύρισσα και του άσπρου σπιτιού στην Αίγινα που φιλοξένησε κόσμο, πέτρες, κούτσουρα ξεβρασμένα από τη θάλασσα, δέντρα και λουλούδια, παιδιά ξεκίνησαν, παππούς και γιαγιά κατέληξαν να ξαναγίνονται παιδιά με τα παιδιά των παιδιών τους. Εξοικονόμησαν με κόπο κι επιμέλεια τον χρόνο της κοινής τους ζωής, αυτόν που δεν θα τον διέκοπταν πια οι πολύμηνες απουσίες στους ωκεανούς, παρά μόνο οι λιγόλεπτες φυγές, «πάω μέχρι το φούρνο», «πετάγομαι μέχρι το σούπερ μάρκετ», «λέω να πάω δυο μέρες στην Αίγινα», το πολύ, παρά μόνο η τέλεια και τελική διακοπή, αλλά κι αυτή στην ώρα της, όχι τώρα. «Γιατί Νίκο, γιατί τώρα…» Δεν ξέρω τι δηλώνει αυτό το «τώρα», ποιο μικρό, ταπεινό σχέδιο ζωής ανατρέπει, ξεσκίζει, τσαλαπατάει, ρημάζει.

                                         ****
 
Δεν έχει τίποτε παράδοξο, ανατρεπτικό, δραματικό αυτή η ιστορία, δεν έχει σύνθετη πλοκή κι ανατροπές, δεν έχει το σασπένς μιας «Μικράς Αγγλίας», δεν είναι θαλασσινή περιπέτεια ούτε ανταρσία του Μπάουντι, είναι μια ιστορία σχεδόν κοινότοπη, χωρίς SOS, χωρίς ναυάγιο, έχει μόνο αγώνα επιβίωσης, χωρισμούς, σμιξίματα, οικογενειακές μαζώξεις, φιλικές συναθροίσεις, αγωνίες για τα παιδιά που μεγαλώνουν, έχει το σοκ της κρίσης, τον ανασχεδιασμό της ζωής, την προσαρμογή στα νέα δεδομένα που διαταράσσει τα σχέδια για ήσυχα συντάξιμα χρόνια, έχει τη νέα κοινωνικότητα που προκαλεί η ζωή του ναυτικού στη στεριά, έχει νέους φίλους, έχει μια νέα πολιτικοποίηση. Και στο τέλος έχει ένα έμφραγμα. Αλλά έχει και αγάπη, τόσο πολύτιμη και σπάνια, τόσο δύσκολα βιώσιμη στον αφρό της καθημερινότητας. Είναι η ιστορία του καθενός μας, είναι η ιστορία της διάσωσης του κοινωνικού μας ήθους μέσα στον ωκεανό της σκληρότητας και της εξατομίκευσης, είναι η ιστορία του Αδάμ και της Εύας, του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, είναι η ιστορία του Ζορζ και της Αν, των ηρώων της «Αγάπης» του Χάνεκε, που έπειτα από δεκαετίες κοινής ζωής, προσπαθούν να διασώσουν τη σχέση τους από τον απρόσμενο «εισβολέα», το εγκεφαλικό. Όσοι έχουν δει την ταινία ίσως έχουν πειστεί γιατί ακόμη και μια δολοφονία μπορεί να είναι πράξη βαθιάς αγάπης.

                                   ****
Μια πράξη βαθιάς αγάπης αναζήτησε η Ελένη στον ακατάπαυστο θρήνο της για τον Νίκο. «Όχι στο χώμα, όχι στο παλιοχώμα, όχι στο βρομοχώμα, να τον ρίξουμε στη θάλασσα που λάτρευε, με τα ψαράκια. Στη θάλασσα…». Παράξενα πράγματα, την αγαπάει τη θάλασσα κι η Ελένη, κι ας την χώριζε από τον άντρα της το μεγαλύτερο διάστημα της κοινής του ζωής. Το παρατηρείς και στους τοίχους του σπιτιού, και στην αυλή, ένα σωρό καράβια, άλλα από ξύλα, άλλα από κομμάτια λαμαρίνας. «Στη θάλασσα με τα ψαράκια…» Ένας κλοιός ορθολογιστών, με καλές, φιλικές προθέσεις, αποκρούει δια της σιωπής του την έκκληση, η Σοφία κι η Δώρα, ανήσυχες για την αδελφή τους, ταλαντεύονται, «τι είν’ αυτά, να μη μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον άνθρωπό σου, να πάμε να τον βγάλουμε τη νύχτα, να τον πάμε στη θάλασσα», ψιθυρίζει η Δώρα, αλλά όλοι κατά βάθος ξέρουν ότι δεν θα γίνει τίποτα, «ίσως αργότερα μια αποτέφρωση, ένα σκόρπισμα στη θάλασσα…», πετάει κάποιος, κάτι να λέμε τώρα, κανείς δεν μοιάζει να κυριολεκτεί, εκτός ίσως από την Ελένη. «Στη θάλασσα, με τα ψάρια».

                                      ****
Ο ορθολογισμός λέει ότι τον νεκρό δεν τον ενδιαφέρει διόλου πού θα τον βάλουν, στο χώμα, στη θάλασσα, στο βουνό, κάτω από ένα δέντρο, ολόκληρο ή στα εξ ων συνετέθη. Αλλά είναι η μικρή, η ελάχιστη ματαιοδοξία του ζωντανού να επιλέξει αν θα εναποθέσει το κουφάρι του στη δοξασία της μετά θάνατον ζωής, ή στη συμπαντική αρχή της διατήρησης της υλοενέργειας. «Άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μεσ’ στον γυαλό, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό». Υποθέτω πως αυτό το μικρασιάτικο εκφράζει την ειδική επιλογή των ανθρώπων της θάλασσας για την τύχη του σώματός τους, είναι η μουσική εκδοχή της τελευταίας τους βούλησης. Ούτε αυτή η ελευθερία είναι αυτονόητη. Τόσο που το σκέφτεσαι να δεσμεύσεις τους δικούς σου με κάποια μακάβρια εντολή, αν και όταν προκύψει η ανάγκη.

Ζηλεύω εκείνη την ινδική φυλή που τρέφεται με νεκρούς, πιστεύοντας ότι αντλεί δύναμη απ’ αυτούς, αλλά δεν θα το συμβούλευα για λόγους υγείας. Σκέφτομαι σαν εναλλακτική να μαγειρευτεί καλά η σάρκα μου και να ταϊστεί στ’ αδέσποτα σκυλιά- δεν θα έχουν καμιά αντίρρηση ή αποστροφή, η Δέσπω είπε πως κάτι ανάλογο ζητούσε ο πατέρας της-, αλλά δεν θα ήθελα να υποβάλω κανένα στην οδυνηρή διαδικασία, ούτε εγώ με τον υποκριτικό μου κυνισμό θα τ’ άντεχα. Μένει η καύση- καθαρή δουλειά, δεν αφήνει ίχνη, αλλά ακριβή ακόμη. Αλλά, αν το καλοσκεφτείς, όλα είναι μια οδυνηρή τελετουργία, ανούσια για τον νεκρό, βασανιστική για τους ζωντανούς. Οπότε, αδιάφορο μ’ αφήνει τι θα γίνει με το σώμα μου, κάνετέ το ό,τι θέλετε αν παραστεί ανάγκη ( εδώ,  φτύνω τον κόρφο μου κρυφά, άπιστη κι η απιστία μπροστά στον φόβο του θανάτου). Αλλά ύστερα, μαζευτείτε κάπου, φάτε καλομαγειρεμένα φαγητά, πιείτε κρασιά και μπίρες, πείτε όμορφα τραγούδια, κάντε το ξόδι σαν εκδρομή στη θάλασσα, θυμηθείτε τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα, τα σοβαρά και τα αστεία, τα καλά και τ’ άσχημα γιατί η μόνη κληρονομιά των νεκρών είναι η ανάμνησή τους, η μόνη περιουσία των ζωντανών είναι η μνήμη τους. Απλά πράγματα.

                             *****
Άρχισα απ’ τον εαυτό μου και σ’ αυτόν πάλι κατέληξα. Συγνώμη Ελένη, συγνώμη Νίκο, συγνώμη σ’ όλους αν σας μετέτρεψα σε αντικείμενο παρατήρησης, συγνώμη αν σας χρησιμοποίησα σαν πρόσχημα για να φλυαρήσω, για να ομφαλοσκοπήσω, για να παίξω με τις λέξεις, για να ψευτολογοτεχνίσω, δεν είχα πρόθεση, δεν είχα σκοπιμότητα. Και δεν έχω κατάθλιψη, απλώς επεξεργάζομαι τη θλίψη… Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι η γυμναστική της σκέψης.
ΚΙΜΠΙ