Monday, November 25, 2013




Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...

Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...

Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει...

Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα...

Λοφόκλειστος μπαρ και ερρι κεικ . Για την αδελφή μου !

Εκείνο το καλοκαίρι αγοράσαμε μεγάλα ψάθινα καπέλα. Της Μαρίας με κεράσια γύρω γύρω, της Ινφάντας με γαλάζια «μη με λησμόνει» κι εμένα με παπαρούνες κόκκινες σαν τη φωτιά. Έτσι, όταν ξαπλώναμε στα στάχυα, ο ουρανός, τ’ αγριολούλουδα κι εμείς γινόμαστε ένα. «Πού ήσαστε πάλι κρυμμένες;» φώναζε η μητέρα. Τσιμουδιά. Σιγοκουβεντιάζαμε, λέγαμε μυστικά. Τα πριν χρόνια τα λέγανε η Μαρία με την Ινφάντα κρυφά από μένα, γιατί ήμουνα η πιο μικρή. Φέτος όμως... Φέτος η Ινφάντα ξάπλωνε λίγο πιο κάτω, σιωπηλή, κι η Μαρία σ' εμένα τα 'λεγε. Μιλούσε, μιλούσε, στριφογύριζε μέσα στα στάχυα, τα μαγουλά της κοκκίνιζαν, τα μάτια της παίρναν μιαν αλλόκοτη λάμψη. Κι όταν εγώ ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας τον ήλιο που πήγαινε να δύσει ή ένα ζουζούνι που πήγαινε στη φωλιά του να κοιμηθεί, η Μαρία θύμωνε. «Μα καλά, δε σ' ενδιαφέρουν αυτά;» φώναζε. «Εγώ φταίω που· κάθομαι και κουράζομαι για να σ' ανοίξω τα μάτια. Δεν πα’ να πιστεύεις πως τα παιδιά τα φέρνουν οι πελαργοί!...»
Πήγαινα ν' απαντήσω, να της πω ότι ήξερα πως τα παιδιά δεν τα ’φερναν οι πελαργοί, πως ίσως το ’ξερα από πάντα, μα με σταματούσε το γέλιο της, ένα γέλιο δυνατό, τρανταχτό, που 'κανε τον καρπό του σταριού να τρέμει καθώς περνούσε απ' τον κάμπο για να πάει στ’ αντικρινό βουνό και να γυρίσει πίσω, ηχώ. Με νευρίαζε τις στιγμές τούτες το γέλιο της Μαρίας. Μάντευα σ' αυτό μια ξεδιαντροπιά που αφαιρούσε το μυστήριο των πραγμάτων και τη γοητεία τους. Και, δεν ξέρω γιατί, όταν τ' άκουγα, μου ’ρχόταν στο μυαλό το περσινό πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, όπου είχα δει ένα παιδάκι πεθαμένο, κλεισμένο σε μια γυάλα και βουτηγμένο στο οινόπνευμα, ένα παιδάκι όπως ήταν στην κοιλιά της μάνας του, πριν γεννηθεί.
Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου ’χε μείνει από μικρή, όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη. Ανέβαινα λοιπόν στην καρυδιά κι εκεί έφτιαχνα λουλουδένια δαχτυλίδια και βραχιόλια από αλογότριχα. Έπειτα τα φορούσα και προσπαθούσα να δω την εικόνα μου στα νερά της στέρνας. Μα ποτέ δεν το κατόρθωνα, γιατί την ώρα ετούτη ο ήλιος έπεφτε καταπάνω της κι έκανε το νερό να γυαλίζει σαν ένα κομμάτι καυτό μάλαμα που σου τύφλωνε τα μάτια. 
                                                                                                Τα ψαθινα καπέλα

μενεξέδες και ζουμπούλια (στην Καιτουλα μας την γιαγιά γαμπίτσα...)


Thursday, November 14, 2013


Δώρα δώρο....



Εκπομπή στις 7.11.2013 στο ραδιο hr2 Kultur (Hessen Frankfurt)  „ερέθισμα για σκέψη“, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμύ.

Εισαγωγή του παρουσιαστή
Κάποτε ήταν συναγωνιστές, μετά έγιναν πνευματικοί αντίπαλοι: Ζαν Πωλ Σαρτρ και Αλμπέρ Καμύ. Ο Σαρτρ πίστευε οτι είχε με τη μεριά του το Λόγο (ορθολογισμό), τη Δικαιοσύνη, την Πορεία της Ιστορίας προς την Πρόοδο. Κήρυττε τα διδάγματα της Ιστορίας. Ο Καμύ υποστήριζε την ελευθερία του καθένα, η οποία δεν έπρεπε να θυσιαστεί σε καμιά ιδέα, ακόμη κι αν ήταν προοδευτική. Αγαπούσε τη Φύση, το Νότο, την τέρψη της ζωής. Σαν σήμερα πριν 100 χρόνια γεννήθηκε ο Καμύ. Ο Ρούτχαρντ  Στέμπλάιν  θυμάται αυτόν τον τόσο σπουδαίο γάλλο συγγραφέα.


«Ο ήλιος μου μαθαίνει οτι η Ιστορία δεν είναι το παν».


 Αυτή η φράση του Αλμπέρ Καμύ είναι η αγαπημένη μου. Τι σημαίνει αυτό; Υπάρχει κάτι που είναι πιο δυνατό από την ιστορία. 
 Πρόκειται για τη Φύση. Να ζεις σύμφωνα με τη Φύση, αυτή ήταν η επιθυμία του ανθρώπου του Νότου Καμύ. 
Ο Καμύ είχε την τύχη, να αντλήσει την ενέργεια του ήλιου από παιδί. Μεγάλωσε στη Βόρεια Αφρική, στο Αλγέρι. Όταν αργότερα ήταν στο Παρίσι, στην Πράγα, στο Βορρά, αισθανόταν άτυχος (δυστυχής), γιατί του έλειπε ο ήλιος. Ο Καμύ μπορούσε να ζει με τη φτώχεια, δεν τον πείραζε, τη γνώριζε καλά από παιδί. «Η φτώχεια αντέχεται, όσο ο ήλιος λάμπει. Αλλά φτώχεια δίχως ήλιο, αυτό δεν αντέχεται με τίποτα», σκεφτόταν ο Καμύ. Όταν
έπρεπε να  αντικρύσει, πώς ζούσαν οι άνθρωποι στις εργατικές
γειτονιές του Παρισιού, πώς έκαναν την μονότονη δουλειά τους
σε ανήλιαγες φάμπρικες, μελαγχολούσε. 

«Ο ήλιος μου μαθαίνει οτι η Ιστορία δεν είναι το παν».

 Με αυτή τη φράση απευθύνεται ο Καμύ σε λαοπλάνους πολιτικούς, οι οποίοι θέλουν να δρουν κατ’ εντολή της Ιστορίας, που προφασίζονται, οτι αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον. Στην εποχή του ήταν συγκεκριμένοι φιλόσοφοοι και πολιτικοί, που ήταν έτοιμοι, να περάσουν πάνω από πτώματα στο όνομα του μέλλοντος, στο όνομα της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Σήμερα οι παρηγορητές του μέλλοντος εμφανίζονται με άλλα ρούχα. Αυτοί που δίνουν τον τόνο σήμερα δεν διακατέχνται από την έμμονη ιδέα της Ιστορίας, αλλά της Οικονομίας. Μου αρέσει πάρα πολύ επίσης ο τρόπος που ο Καμύ πρόβλεψε την σημερινή εμμονή και την περιέγραψε με λεπτομέρειες. Ο Καμύ ασκούσε ήδη κριτική το 1951, οτι δηλ. 2000 Τραπεζίτες και Τεχνοκράτες κυριαρχούν πάνω σε μια Ευρώπη 120 εκατομμ. κατοίκων, όπου η ιδιωτική σφαίρα της ζωής συμπίπτει ολοκληρωτικά με τη δημόσια ζωή, και όπου  μια απόλυτη υπακοή της Δράσης, της Σκέψης και της Καρδιάς όλο και περισσότερο καθορίζεται από τον ρυθμό της Παραγωγής. Αυτό διαβάζεται σαν ένα σχόλιο για τις σημερινές σχέσεις στην Ευρωπαική Ένωση. Στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο καθορίζεται το μέτρο της πολιτικής και οικονομικής δράστηριότητας. Αυτό το ΕΕ-μέτρο, αυτό το βόρειο μέτρο αφορά στην αποτελεσματικότητα, στην  απόδοση, στην οικονομική ανάπτυξη, στη διαφάνεια. Όποιος κάνει πολλά χρέη πρέπει να τιμωρηθεί. Όποιος δεν εργάζεται αποτελεσματικά, πρέπει επίσης να τιμωρηθεί. Όποιου η οικονομία δεν αναπτύσσεται, αυτού το μέλλον καταστράφηκε. Όλοι πρέπει να είναι εξ ίσου αποτελεσματικοί και παραγωγικοί. Ο επαναστάτης του Νότου Καμύ αρνείται  ωστόσο  την κρατική λογική της υπαγόρευσης. Ο Καμύ ασκούσε πολεμική  πριν 70 χρόνια κιόλας, κατά «αυτών των μικροπρεπών ευρωπαίων, που μας δείχνουν το γεμάτο απληστία πρόσωπό τους, όταν δεν μπορούν πια να γελάσουν». Σε μας τους Βόρειους ανθρώπους ευτυχία υπάρχει μόνο στο μέλλον, στο βιβλιάριο καταθέσεων, στη σύνταξη. Ο Καμύ όμως ψάχνει την ευτυχία στη τωρινή στιγμή, στο σήμερα. 
Αυτός ο νότιος μεσογειακός τρόπος σκέψης που δεν αφήνεται να περιοριστεί στην οικονομία και τον ορθολογισμό, αλλά επιδιώκει την ομορφιά, περισσότερη σύνεση και (ηρεμία &) χαλαρότητα, αυτός  ο λουσμένος στον ήλιο τρόπος σκέψης του Καμύ είναι ακόμη
επίκαιρος. Αυτό  με καταγοητεύει. Διαβάζω Καμύ, γιατί λαχταρώ τον Νότο.


Μετάφραση στα ελληνικά Δώρα

Το κείμενο του Καμύ έχει ως εξής:

«Βρέθηκα στα μισά του δρόμου μεταξύ μιζέριας και ήλιου. Η μιζέρια με εμπόδισε να πιστέψω οτι όλα είναι καλά κάτω από τον ήλιο και στην ιστορία. Ο ήλιος μου έμαθε οτι η ιστορία δεν είναι το παν.»

Albert Camus, Πρόλογος στο έργο του

«Lenvers et lendroit“  «η καλή και η ανάποδη»




  „Die Sonne lehrt mich, dass Geschichte nicht alles ist.“ Das ist mein
Lieblingssatz von Albert Camus. Was heißt das? Es gibt
etwas, das stärker ist als die Geschichte. Das ist die Natur. Im Einklang mit der
Natur leben, das war der Wunsch des Südmenschen Camus. Camus hatte das
Glück, die Energie der Sonne schon als Kind zu tanken. Er ist in Nordafrika
aufgewachsen, in Algier. Wenn er später in Paris war, in Prag, im Norden, fühlte
er sich unglücklich, weil ihm die Sonne fehlte. Camus konnte mit der Armut
leben, die machte ihm nichts aus, die kannte er von Kindesbeinen an. Armut ist
erträglich, solange die Sonne scheint. Aber Armut ohne
Sonne, das hältst Du nicht aus“, meinte Camus. Wenn er
ansehen  musste, wie die Menschen in den Pariser
Arbeitervierteln lebten, wie sie in den lichtlosen Fabriken
monotone Arbeit verrichteten, dann wurde er traurig. Die
Sonne lehrt mich, dass Geschichte nicht alles ist.“ Mit
diesem Satz wendet sich Camus gegen politische Verführer,
die im Auftrag der Geschichte handeln wollen, die vorgeben,
für eine bessere Zukunft zu kämpfen. Zu seiner Zeit waren
das bestimmte Philosophen und Politiker, die bereit waren,
über Leichen zu gehen, im Namen der Zukunft, im Namen
der Befreiung der Arbeiterklasse. Heute treten die
Zukunftsvertröster in einem anderen Gewand auf. Die heute
den Ton angeben, sind nicht mehr von der Geschichte
besessen, sondern von der Ökonomie. Wie Camus die
aktuelle Besessenheit vorausgesehen und bis ins Detail
beschrieben hat, auch das gefällt mir. Camus kritisierte
schon 1951, dass 2.000 Bankiers und Techniker über ein
Europa von 120 Millionen Einwohnern herrschen, wo das
Privatleben vollständig mit dem öffentlichen Leben
zusammenfällt, wo ein absoluter Gehorsam der Tat, des
Gedankens und des Herzens immer mehr vom Rhythmus der
Produktion bestimmt wird. Das liest sich wie ein Kommentar
zu den aktuellen Verhältnissen in der Europäischen Union. In
Brüssel und Berlin wird der Maßstab für das politische und
wirtschaftliche Handeln aufgestellt. Dieses EU-Maß, dieses
Nord-Maß richtet sich aus an Effektivität, Rentabilität,
Wirtschaftswachstum, Transparenz. Wer zu viele Schulde
macht, muss büßen. Wer nicht effektiv arbeitet, soll das
auch büßen. Wessen Wirtschaft nicht wächst, dessen
Zukunft ist verbaut. Alle sollen gleich effektiv und
produktiv sein. Der Rebell des Südens, Camus, verweigert
sich jedoch der diktierten Staatsräson. Camus polemisierte
schon vor 70 Jahren gegen „diese kleinen Europäer, die uns
ihr habsüchtiges Gesicht zeigen, wenn sie nicht mehr lächeln
können.“ Das Glück gibt es bei uns Nordmenschen nur im
Futur, auf dem Sparbuch, bei der Verrentung. Camus aber
sucht das Glück im heutigen Augenblick. Dieses südliche,
mittelmeerische Denken, das sich nicht auf Ökonomie und
Rationalität reduzieren lässt, sondern nach Schönheit
strebt, nach mehr Besonnenheit und Gelassenheit, dieses
Sonnendenken von Camus ist noch immer aktuell. Das
begeistert mich. Ich lese Camus, weil ich mich nach dem
Süden sehne.


hr2 KulturDenkanstoß / 7.11.2013

Einst waren sie im Kampfgefährten, dann wurden  sie zu intellektuellen Gegnern: Jean Paul Sartre und Albert Camus. Sartre glaubte die Vernunft auf seiner Seite, die Gerechtigkeit, den Gang der Geschichte hin zum Fortschritt. Er verkündete die Lektionen der Geschichte. Camus behauptete die Freiheit des Einzelnen, die keiner Idee geopfert werden dürfte, und sei sie noch so progressiv. Er pries die Natur, den Süden, den Lebensgenuss. Heute vor einhundert Jahren wurde Albert Camus geboren. Ruthard Stäblein erinnert an diesen so bedeutenden  französischen Schriftsteller.

απομαγνητοφώνηση Günter.