Εκείνο
το καλοκαίρι αγοράσαμε μεγάλα ψάθινα καπέλα. Της Μαρίας με κεράσια γύρω
γύρω, της Ινφάντας με γαλάζια «μη με λησμόνει» κι εμένα με παπαρούνες
κόκκινες σαν τη φωτιά. Έτσι, όταν ξαπλώναμε στα στάχυα, ο ουρανός, τ’
αγριολούλουδα κι εμείς γινόμαστε ένα. «Πού ήσαστε πάλι κρυμμένες;»
φώναζε η μητέρα. Τσιμουδιά. Σιγοκουβεντιάζαμε, λέγαμε μυστικά. Τα πριν
χρόνια τα λέγανε η Μαρία με την Ινφάντα κρυφά από μένα, γιατί ήμουνα η
πιο μικρή. Φέτος όμως... Φέτος η Ινφάντα ξάπλωνε λίγο πιο κάτω, σιωπηλή,
κι η Μαρία σ' εμένα τα 'λεγε. Μιλούσε, μιλούσε, στριφογύριζε μέσα στα
στάχυα, τα μαγουλά της κοκκίνιζαν, τα μάτια της παίρναν μιαν αλλόκοτη
λάμψη. Κι όταν εγώ ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας τον ήλιο που πήγαινε να δύσει
ή ένα ζουζούνι που πήγαινε στη φωλιά του να κοιμηθεί, η Μαρία θύμωνε.
«Μα καλά, δε σ' ενδιαφέρουν αυτά;» φώναζε. «Εγώ φταίω που· κάθομαι και
κουράζομαι για να σ' ανοίξω τα μάτια. Δεν πα’ να πιστεύεις πως τα παιδιά
τα φέρνουν οι πελαργοί!...»
Πήγαινα
ν' απαντήσω, να της πω ότι ήξερα πως τα παιδιά δεν τα ’φερναν οι
πελαργοί, πως ίσως το ’ξερα από πάντα, μα με σταματούσε το γέλιο της,
ένα γέλιο δυνατό, τρανταχτό, που 'κανε τον καρπό του σταριού να τρέμει
καθώς περνούσε απ' τον κάμπο για να πάει στ’ αντικρινό βουνό και να
γυρίσει πίσω, ηχώ. Με νευρίαζε τις στιγμές τούτες το γέλιο της Μαρίας.
Μάντευα σ' αυτό μια ξεδιαντροπιά που αφαιρούσε το μυστήριο των πραγμάτων
και τη γοητεία τους. Και, δεν ξέρω γιατί, όταν τ' άκουγα, μου ’ρχόταν
στο μυαλό το περσινό πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, όπου είχα δει ένα
παιδάκι πεθαμένο, κλεισμένο σε μια γυάλα και βουτηγμένο στο οινόπνευμα,
ένα παιδάκι όπως ήταν στην κοιλιά της μάνας του, πριν γεννηθεί.
Τα
μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου ’χε μείνει από μικρή,
όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη
επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη. Ανέβαινα λοιπόν
στην καρυδιά κι εκεί έφτιαχνα λουλουδένια δαχτυλίδια και βραχιόλια από
αλογότριχα. Έπειτα τα φορούσα και προσπαθούσα να δω την εικόνα μου στα
νερά της στέρνας. Μα ποτέ δεν το κατόρθωνα, γιατί την ώρα ετούτη ο ήλιος
έπεφτε καταπάνω της κι έκανε το νερό να γυαλίζει σαν ένα κομμάτι καυτό
μάλαμα που σου τύφλωνε τα μάτια.
Τα ψαθινα καπέλα
No comments:
Post a Comment