"... Η Χέιζελ είχε τα μάτια της μάνας της, παράξενα, πυρόφλογα, καθάρια σαν το νεράκι και στις φωτερές τους ίριδες έβλεπες χρυσαφένιες κουκίδες. Με το συγκρατημένο και τίμιο ύφος τους, μοιάζανε στα μάτια της αλεπουδίτσας. Τα μαλλιά της είχανε πιο πλούσιο χρώμα από του πατέρα της, ήταν πυρόξανθα σα τη γούνα της αλεπούς και οι τρόποι της, χαριτωμένοι και δειλοί, θύμιζαν ένα πλάσμα του άγριου δάσους.
Στάθηκε στο μονοπάτι πάνω από την καλύβα που φώλιαζε κάτω από τη στέγη κι ήτανε στο ίδιο ύψος με τις ρίζες του φράχτη, κοίταξε τον ήλιο που άρχισε να βουτάει. Το πορφυρό φως της δύσης έβαψε το παλιό σκισμένο φουστάνι της, το λεπτό της πρόσωπο και τα μάτια της, έτσι που στο τέλος νόμιζες πως είχε όλη βουτήξει μες στο αίμα. Η αλεπουδίτσα με την αναμονή στην έκφραση, και την όρεξη για το βραδινό φαΐ που δε θα αργούσε πια, κοίταζε με υποταγή όπου κοίταζε και η κυρά της κι ήτανε κι αυτή ντυμένη με την ίδια άγρια ομορφιά. Σταθήκανε κι οι δύο αντικρίζοντας τις κόκκινες λίμνες, πέρα στους μακρινούς λόφους, δύο μικρά κι ευαίσθητα πλάσματα, που είχανε να αντιμετωπίσουν την ειμαρμένη με πάθος και κουράγιο. Μες στο παγερό απόβραδο, στην ερημιά του λόφου μοιάζανε σε πλάσματα που τα 'χει σημαδέψει η μοίρα για τον πόνο ή σχεδόν για το μαρτύριο..."
Στάθηκε στο μονοπάτι πάνω από την καλύβα που φώλιαζε κάτω από τη στέγη κι ήτανε στο ίδιο ύψος με τις ρίζες του φράχτη, κοίταξε τον ήλιο που άρχισε να βουτάει. Το πορφυρό φως της δύσης έβαψε το παλιό σκισμένο φουστάνι της, το λεπτό της πρόσωπο και τα μάτια της, έτσι που στο τέλος νόμιζες πως είχε όλη βουτήξει μες στο αίμα. Η αλεπουδίτσα με την αναμονή στην έκφραση, και την όρεξη για το βραδινό φαΐ που δε θα αργούσε πια, κοίταζε με υποταγή όπου κοίταζε και η κυρά της κι ήτανε κι αυτή ντυμένη με την ίδια άγρια ομορφιά. Σταθήκανε κι οι δύο αντικρίζοντας τις κόκκινες λίμνες, πέρα στους μακρινούς λόφους, δύο μικρά κι ευαίσθητα πλάσματα, που είχανε να αντιμετωπίσουν την ειμαρμένη με πάθος και κουράγιο. Μες στο παγερό απόβραδο, στην ερημιά του λόφου μοιάζανε σε πλάσματα που τα 'χει σημαδέψει η μοίρα για τον πόνο ή σχεδόν για το μαρτύριο..."
Webb Mary